Erzählungen und Bilder in Acrylfarben

Γράφω ιστορίες που αιωρούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον μύθο – κάπου ανάμεσα στις παλιές αποθήκες του Αμβούργου, στην ομίχλη πάνω από τον Έλβα και στη μαγεία που κρύβεται στις καθημερινές στιγμές.

Το πάθος μου ανήκει στη ποιητική λογοτεχνία που θέτει ερωτήματα αντί να δίνει απαντήσεις.
Στα κείμενά μου συναντιούνται θαλασσινοί θρύλοι, μαγικοί ρεαλισμοί και εσωτερικοί αγώνες τόσο παλιοί όσο και η ίδια η πόλη.

Πιστεύω πως κάθε ιστορία είναι ένας τόπος – ένας χώρος από μνήμη, συναίσθημα και μυστήριο.
Γι’ αυτό αναζητώ στις αφηγήσεις μου τα αόρατα νήματα που συνδέουν ανθρώπους, τόπους και εποχές.

Είτε πρόκειται για τον Μέρλιν στον σύγχρονο κόσμο,
μια σκιά στις αποθήκες της πόλης ή την αμφιβολία ενός πιστού –
οι ήρωές μου ζουν ανάμεσα στους κόσμους, όπως το Αμβούργο ανάμεσα στο νερό και τον άνεμο.

Αν θέλεις, ακολούθησέ με σ’ αυτό το ταξίδι.
Εδώ δεν θα βρεις μόνο κείμενα, αλλά ολόκληρους κόσμους από ομίχλη, γλώσσα και νοσταλγία.

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Αγάπη (Για τη σύζυγό μου Σπυριδούλα)

Ο κρασί της νιότης είναι ο ερωτικός έρωτας, το να είσαι ερωτευμένος, να κλαις, να λιώνεις, να καίγεσαι. Στην ηλικία αναζητάς το νερό της ζωής και η αγάπη είναι η καρδιά.

Έτσι φύλαξα τα μυστικά της αγάπης στα χείλη μας, ανεξάρτητα από την ηλικία μας, κουβαλάω πάντα την εικόνα σου κάτω από το χέρι μου και το όνομά σου στη γλώσσα μου.
Ο πόνος της αγάπης μας δεν δίνεται ελαφρά τη καρδία, η φλόγα της καρδιάς μου δεν δίνεται απλά, αυτή η αιώνια ευτυχία δεν χαρίζεται σε κανέναν. Εκεί όπου ανοίγει μια καρδιά, εκεί είναι η αιώνια ζωή.

Έλα, ας μετρήσουμε μαζί τα αστέρια του ουρανού, μέχρι να ξημερώσει και να χτυπήσει η καρδιά μου, να νιώθω τα χείλη σου κάθε πρωί.

Μετά το θάνατό μας, όλοι θα λένε «Ναι, αγαπήθηκαν», γιατί η αγάπη μας είναι γραμμένη στην καρδιά μας, για πάντα.
Στο τέλος, μια πεταλούδα θα μεταφέρει την ερωτική μας επιστολή στον μεγάλο Δημιουργό. Και οι ψυχές μας θα συναντηθούν στο φως του φεγγαριού στην παραλία της Πάργας, γιατί η αγάπη μας θα παραμείνει αθάνατη και θα αντανακλάται σαν ένα ξύλινο ιστιοφόρο στον Βόσπορο.

Χρήστος Κουλουρής

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

Αυτές οι γραμμές είναι αφιερωμένες σε όλους όσους έζησαν σε αυτόν τον δρόμο και στις οικογένειές τους.

Κεφάλαιο 1: Η σκιά του εργοστασίου

Ήταν ένα μέρος που απέφευγαν όσοι πίστευαν ακόμα στα όνειρα. Η οδός Goldtschmidt δεν ήταν απλώς μια οδός στην περιοχή Harburg του Αμβούργου, ήταν μια αδιέξοδος για τις ελπίδες. Στην άλλη πλευρά του Έλβα βρισκόταν το μεγάλο, όμορφο Αμβούργο, αλλά εδώ υπήρχε μόνο καπνός, μπετόν και ο βροντερός θόρυβος του εργοστασίου Phoenix-Gummiwerke.

Οι καμινάδες υψώνονταν στον ουρανό σαν σιδερένια δάχτυλα. Το πρωί, η μυρωδιά του καμένου καουτσούκ κολλούσε στα παράθυρα σαν κατάρα. Τα παράθυρα παρέμεναν κλειστά. Οι μπαλκονόπορτες άνοιγαν μόνο για να σκουπιστούν τα φυτά που ήταν καλυμμένα με αιθάλη, σαν να ήθελαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι η σκόνη ήταν μέρος της φύσης. Όσοι σηκώνονταν το πρωί, ανέπνεαν μαύρη σκόνη. Ακόμα και τα αυτοκίνητα στο δρόμο φαινόταν σαν να ήταν πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη – μόνο που αυτή είχε πικρή γεύση, γεύση κόπωσης, γεύση κατεστραμμένων πνευμόνων.

Στη σκιά αυτού του τεράστιου εργοστασίου βρισκόταν ένα ερειπωμένο τούβλινο σπίτι. Τα αγριόχορτα φύτρωναν από τις ρωγμές, σαν να ήθελαν να ξεφύγουν από τη λήθη. Εδώ ζούσαν οι οικογένειες των μεταναστών εργατών. Έλληνες, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Ιταλοί. Άνθρωποι που έβλεπαν τη Γερμανία ως σταθμό στη ζωή τους – να δουλεύουν σκληρά για λίγα χρόνια, να μαζεύουν χρήματα και να επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Όμως τα χρόνια πέρασαν. Και πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ.

Μερικές φορές οι άντρες στέκονταν μπροστά στην πύλη του εργοστασίου, με τα πρόσωπα καπνισμένα, τα δάχτυλα σκισμένα από τη δουλειά. Η σειρήνα του εργοστασίου ουρλιάζει σαν πεινασμένο ζώο που ζητάει νέα σώματα. Η βάρδια τελείωσε. Πλήθη ανθρώπων ξεχύνονται έξω, σιωπηλοί, σκυφτοί, με πεσμένα ώματα. Ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς. Μια πράσινη κάρτα στην τσέπη – το σημάδι των ξένων εργατών. Οι μπλε ήταν για τους Γερμανούς.

Μερικές φορές με κουβαλούσε στα χέρια του, παρόλο που το αριστερό του χέρι ήταν μόνο μια σκιά του παλιού του εαυτού. Το 1968 τον είχε πιάσει η πρέσα βουλκανισμού. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, το χέρι του είχε συνθλιβεί. Από τότε: βαριά αναπηρία. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί. Έξι άντρες έλιωσαν μαζί με το καουτσούκ, σαν να τους είχε απορροφήσει η μηχανή. Το κουμπί έκτακτης ανάγκης βρισκόταν στο πίσω μέρος της μηχανής. Κανείς δεν είχε καμία ελπίδα.

Η δουλειά δεν έκανε καμία διαφορά. Όλους τους εξάντλησε το ίδιο. Μόνο η σιωπή ήταν ατομική. Κάποιοι την έφεραν με υπερηφάνεια, άλλοι με πικρία. Ο πατέρας μου την έφερε με αξιοπρέπεια.

Και πάνω από όλα: η καμινάδα. Σαν ένας σιωπηλός παρατηρητής. Καπνίζοντας. Αδυσώπητη.

Και όσοι έμειναν, έγιναν κάτι περισσότερο από γείτονες. Έγιναν Χανσεάτες, πιο Χανσεάτες από τους ίδιους τους Χανσεάτες. Με ένα μείγμα υπερηφάνειας, σεμνότητας και ένα μικρό κλείσιμο του ματιού, όλοι φορούσαν το ίδιο καπέλο – αυτό του Helmut Schmidt.

Ένα σύμβολο ευπρέπειας, αίσθησης καθήκοντος και ήσυχης υπερηφάνειας για την επιτυχία.

Σε αυτό το γκρίζο περιβάλλον ξεκίνησε η ιστορία μου.

Κεφάλαιο 2: Η σκάλα των μελωδιών

Όταν έμπαινες στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που σε υποδεχόταν δεν ήταν η μούχλα της σκάλας ή η μυρωδιά από τα υπόγεια, αλλά μια συμφωνία από αρώματα κουζίνας και μακρινές μελωδίες. Τα τραγούδια από το ραδιόφωνο αναμειγνύονταν με τη μυρωδιά του σκόρδου, του ρίγανου, του ψημένου κρέατος και του ζεστού ψωμιού. Κάθε όροφος είχε διαφορετική μυρωδιά, κάθε διάδρομος είχε διαφορετικό ήχο. Και όμως όλα αποτελούσαν ένα ενιαίο, αρμονικό σύνολο.

Ο Μανόλο ζούσε έναν όροφο κάτω από εμάς. Ένας Ανδαλουσιανός τσιγγάνος με μια κιθάρα που την αντιμετώπιζε σαν μέρος του σώματός του. Τα δάχτυλά του γλιστρούσαν πάνω στις χορδές σαν να ήθελαν να χαϊδέψουν τους τοίχους. Όταν έπαιζε, το γκρίζο της πόλης διαπερνούταν. Ήταν σαν μια ακτίνα ήλιου μέσα από την αιθάλη. Πάνω ζούσε μια πορτογαλική οικογένεια, το φάντο της οποίας διαπερνούσε μελαγχολικά τις ρωγμές. Ο πόνος της ξένης γης, η νοσταλγία για τη θάλασσα, κάλυπταν σαν βελούδο τους τοίχους.

Υπήρχε τραγούδι, γέλια, γλέντι. Τα παιδιά έτρεχαν πάνω-κάτω στις σκάλες, μπήκαν κρυφά στα διαμερίσματα όπου μύριζε καλύτερα. Συχνά με άφηναν να φάω μαζί τους: ελληνικά κεφτεδάκια, ισπανική τορτίγια, πορτογαλικό μπακαλιάρο, ιταλική πάστα με ντομάτα, που είχαν γεύση καλοκαιριού. Ήταν μια γαστρονομική ορχήστρα που συνέθετε ένα θέμα ζωής στην ψυχή μου.

Και μετά υπήρχαν αυτά τα ξεχωριστά πρόσωπα, όπως ο Μπάμπης, που καθόταν πάντα στην αίθουσα αναμονής του γιατρού και με άδειο βλέμμα παρατηρούσε ό,τι ξεχνούσαν οι άλλοι: ομπρέλες, παλτά, τσάντες, ομπρέλες. Ό,τι έβρισκε, το πουλούσε στη μπιραρία. Ένας σκανταλιάρης με μαλακό πυρήνα. Ή ο Γιάννης, ο κομμωτής, που τα σαββατοκύριακα έκοβε τα μαλλιά δωρεάν στο μπαρ και έλεγε ιστορίες που έκαναν όλους να γελάνε.

Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σαν πινελιές χρώματος σε έναν γκρίζο καμβά. Έκαναν τη ζωή πιο φωτεινή, πιο πολύχρωμη, πιο χαρούμενη. Δεν ήταν μόνο γείτονες, ήταν οικογένεια. Στο κλιμακοστάσιο γίνονταν καβγάδες, γίνονταν πάρτι, χόρευαν, θεραπεύονταν. Εκεί δεν υπήρχε καταγωγή, δεν υπήρχε θρησκεία, υπήρχε μόνο κοινότητα.

Ήταν η δική μας μικρή Μεσόγειος στον Βορρά. Και η μουσική, το φαγητό, οι αγκαλιές – ήταν η αντίστασή μας ενάντια στο γκρίζο έξω.

Κεφάλαιο 3: Ο Κωνσταντίν και ο Γιουσούφ

Όταν έπεφτε το βράδυ και οι σκιές του εργοστασίου έπεφταν μακριά στους δρόμους, άρχιζε μια άλλη εποχή. Ήταν η εποχή που οι πατέρες μας άρχιζαν να ζουν. Όχι στο εργοστάσιο, αλλά στα τραγούδια, στους χορούς, στα ποτήρια ρακί που χτυπούσαν στο τραπέζι όταν ακουγόταν η πρώτη νότα.

Ο πατέρας μου, ο Κωνσταντίνος, ήταν ένας άνθρωπος με ψυχή σαν φάρος: ήσυχος, δυνατός, αλλά φωτισμένος από μέσα. Και πάντα στο πλευρό του ήταν ο Γιουσούφ. Ένας Έλληνας με τουρκικές ρίζες, ο αδελφός του στην ψυχή. Η φιλία τους ήταν κάτι που ξεπερνούσε όλα τα όρια. Σαν δύο ψυχές να είχαν βρει την ίδια καταγωγή, παρόλο που η ιστορία των χωρών τους θα έπρεπε να τις χωρίσει. Ακόμα και όταν ο αδελφός του Γιουσούφ δολοφονήθηκε στην Ελλάδα το 1974, η σχέση τους παρέμεινε αδιάσπαστη. Αυτό που τους ένωνε ήταν κάτι περισσότερο από αίμα – ήταν ο χορός.

Όταν η μουσική δυνάμωνε, ειδικά το σμυρνιακό Απτάλικο, η ατμόσφαιρα γινόταν βαριά από το συναίσθημα. Στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, χόρευαν σε κύκλο, χωρίς να μετακινούνται από τη θέση τους. Τα χέρια τους απλωμένα, σαν να ήθελαν να αγκαλιάσουν τον κόσμο, τα βήματά τους σταθερά, πανηγυρικά – μια προσευχή με τα πόδια.

Και ο φίλος μου ο Κώστας ήταν μέρος αυτών των βραδιών. Μισός Έλληνας, μισός Ισπανός χορευτής φλαμένκο, ένας καλλιτέχνης της στιγμής. Ήταν αυτός με τον οποίο καθόμουν στα σκαλιά και παρακολουθούσα τις χορεύτριες, πώς πετούσαν οι φούστες τους, πώς τα τακούνια τους χτυπούσαν το πάτωμα σαν καρδιακοί παλμοί. Ήταν ένα παιχνίδι χρωμάτων και ήχων, άγριο, ζωντανό – και γεμάτο αφοσίωση.

Αυτές οι γυναίκες δεν φορούσαν μόνο ύφασμα, φορούσαν πάθος στο δέρμα τους.

Σε τέτοιες στιγμές όλα ξεχνιόντουσαν: η αιθάλη, το βάρος, το να είσαι ξένος. Υπήρχε μόνο ο ρυθμός και ο χορός. Η μουσική πλημμύριζε το χώρο σαν κρασί ένα ποτήρι. Όλοι μεθούσαν – με τον πιο όμορφο τρόπο. Είτε φάντο είτε ρεμπέτικο, είτε φλαμένκο είτε μπουζούκι – όλα ήταν ένα. Μια κραυγή για ελευθερία, μια απόδραση στην έκσταση.

Οι σύζυγοι τους παρακολουθούσαν χαμογελαστά, συχνά με δάκρυα στα μάτια. «Αυτοί οι δύο χορεύουν σαν να έχουν γεννηθεί από την ίδια μητέρα», έλεγαν για τον Κωνσταντίν και τον Γιουσούφ. Δεν ήταν μόνο χορός – ήταν θεραπεία. Έπιναν σαν να μπορούσαν να καταπιούν την πατρίδα τους. Και ίσως τα κατάφεραν – για μια στιγμή.

Εκείνες τις νύχτες ζούσαν πραγματικά. Και εμείς, τα παιδιά τους, μάθαμε: η υπερηφάνεια δεν είναι κάτι που κατέχεις. Η υπερηφάνεια είναι ένα βήμα. Ένας ρυθμός. Ένα βλέμμα. Και η γνώση: ακόμα και μέσα στο γκρίζο μπορείς να λάμψεις με χρώματα.

Κεφάλαιο 4: Παιδιά της ελπίδας

Ο Αλέξανδρος ήταν ένα από αυτά τα παιδιά που δεν έφτασαν απλά – τα έφερε η καταιγίδα της ιστορίας. Ως μικρό αγόρι, όπως χιλιάδες άλλα, μεταφέρθηκε στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Τα ονόμαζαν τα παιδιά του Μάρκος. Ξεριζωμένα από την πατρίδα τους, μεταφυτευμένα στο άγνωστο. Όμως ο Αλέξανδρος μετέτρεψε αυτή τη ρήξη σε έργο τέχνης.

Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στη Ρουμανία. Όταν ήρθε στο Χάρμπουργκ, έμενε σε ένα στενό κρεβάτι στο εργαστήριο ενός τσαγκάρη στην οδό Goldtschmidtstraße. Ένα εργαστήριο γεμάτο μυρωδιές από δέρμα, κόλλα και παλιές ιστορίες. Και εκεί, σε αυτόν τον στενό χώρο, ο Αλέξανδρος δημιούργησε κόσμους. Με τα χέρια του έφτιαχνε εικόνες στις οποίες ο ουρανός συναντούσε το σώμα και ερωτικές γλυπτικές δημιουργίες που γεννιόνταν σαν χορευτικές φλόγες από γύψο και πηλό.

Εμείς τα παιδιά στεκόμασταν συχνά με θαυμασμό κοντά του. Μιλούσε απαλά, σχεδόν σαν παραμυθάς, και ενώ τα δάχτυλά του γλιστρούσαν πάνω στον πηλό, εμείς ακούγαμε τις ιστορίες του. Με κάθε γλυπτό που δημιουργούσε, μεγάλωνε και η φαντασία μας. Ήταν σαν να είχε την ικανότητα να μας μεταφέρει με ένα χαμόγελο σε μια άλλη διάσταση – μακριά από την γκρίζα καθημερινότητα, σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα, ζεστασιά και μαγεία.

Ο Αλέξανδρος έγινε για μένα κάτι περισσότερο από καλλιτέχνης. Έγινε φίλος, ένας σιωπηλός δάσκαλος. Μου έδειξε ότι τα χέρια δεν είναι μόνο για να δουλεύεις, αλλά και για να ονειρεύεσαι. Η τέχνη του δεν ήταν ποτέ απλώς όμορφη, ήταν ειλικρινής, ευάλωτη, ζωντανή. Και όταν ακουγόταν μουσική – ρεμπέτικα ή παλιά λαϊκά τραγούδια της Ανατολικής Ευρώπης – τα δάχτυλά του χόρευαν στο ρυθμό πάνω στον καμβά.

Για εμάς τα παιδιά, ο Αλέξανδρος ήταν σαν μια πύλη. Άνοιξε πόρτες σε εσωτερικούς χώρους που δεν γνωρίζαμε πριν. Χώρους όπου η νοσταλγία δεν πονούσε, αλλά λάμπει. Όπου η σκόνη της καθημερινότητας καλύπτεται από χρυσή λάμψη. Όπου δεν φεύγεις, αλλά βρίσκεις. Και καταλάβαμε: Ακόμα και αυτοί που εκδιώχθηκαν από το « » μπορούν να ριζώσουν. Και να αποδώσουν καρπούς. Στη μέση του Χάρμπουργκ.

Κεφάλαιο 5: Παιχνίδι, παμπ, επιβίωση

Όταν ξημέρωνε η Κυριακή το πρωί και οι τελευταίοι πελάτες έφευγαν από το μπαρ, ξεκινούσαν οι περιπέτειές μας. Εμείς τα παιδιά περιμέναμε με ανυπομονησία να ανοίξει επιτέλους η πόρτα του καπνισμένου μαγαζιού. Μέσα: ένας χώρος γεμάτος άδεια ποτήρια, κολλώδη τραπέζια, ξεχασμένα κέρματα – ένας παράδεισος.

Βοηθούσαμε τον γιο του μπάρμαν να καθαρίσει, αλλά στην πραγματικότητα ήμασταν κυνηγοί θησαυρών. Σέρναμε κάτω από τα παγκάκια, ψάχναμε στις ρωγμές, κουνάγαμε τους αυτόματους πωλητές. Μερικές φορές βρίσκαμε κέρματα, άλλες φορές μάρκες για τα παιχνίδια. Και πάντα βρίσκαμε ένα κομμάτι μαγείας. Μετά, ως ευχαριστία για τη βοήθειά μας, μας άφηναν να παίξουμε μπιλιάρδο – δωρεάν. Οι στέκες ήταν μεγαλύτερες από εμάς, αλλά μεγαλώναμε με κάθε παιχνίδι.

Στη μέση αυτού του κόσμου γεμάτου καπνό και θόρυβο, ο Μπάμπις κινούνταν σαν μια σκιά με χιούμορ. Κάθε μέρα της εβδομάδας περιφερόταν στα ιατρεία, φαινομενικά χωρίς σκοπό. Όμως παρατηρούσε ό,τι οι άλλοι ξεχνούσαν: παλτά, καπέλα, τσάντες, ομπρέλες. Σιωπηλά και επιδέξια τα μάζευε – ένας μάστορας του καθημερινού. Στη μπιραρία τα έβαζε στη σειρά σαν έμπορος στο παζάρι. Ένα καπέλο; Ένα παλτό; Μια ομπρέλα; Όλα με αντάλλαγμα μια μπύρα ή ένα σνακ.

Η παμπ δεν ήταν ένας τόπος απελπισίας. Ήταν ένας χώρος ανταλλαγής, μια σκηνή. Ολόκληροι εβδομαδιαίοι μισθοί άλλαζαν χέρια εκεί. Όποιος έχανε, έπαιρνε φαγητό, ένα δωρεάν κούρεμα ή κάποιον να τον ακούσει. Ο Γιάννης έκοβε μαλλιά δίπλα στο φλιπεράκι, ενώ κάποιος έπαιζε μπουζούκι και κάποιος άλλος συζητούσε δυνατά για πολιτική.

Ήταν ένας μικροκοσμός αλληλεγγύης και μικρών απάτων. Όλοι βοηθούσαν όλους – και ταυτόχρονα εκμεταλλεύονταν λίγο τον άλλον. Η μπύρα ήταν το νόμισμα, το ποτό η ασφάλεια, το γέλιο η θεραπεία. Και ακόμα κι όταν έτρεχαν δάκρυα, δεν έτρεχαν μόνα.

Για εμάς τα παιδιά, αυτός ο κόσμος ήταν σαν ένα παράξενο, ζεστό τσίρκο. Μάθαμε μπιλιάρδο από πραγματικούς ειδήμονες, ακούγαμε ιστορίες που μόνο σε καπνισμένα δωμάτια μπορείς να ακούσεις. Και είδαμε ότι ακόμα και στο χάος υπάρχουν κανόνες – και καρδιές που χτυπούν. Παρά τα πάντα.

Κεφάλαιο 6: Λεωφόρος των σπασμένων ονείρων

Έξω όλα ήταν γκρίζα. Οι καμινάδες έβγαζαν μαύρα σύννεφα στον ουρανό, σαν να σκοτείνιαζαν τη μέρα πριν ακόμα ξυπνήσει. Ο αέρας μύριζε καουτσούκ, στάχτη, αναβληθέντα όνειρα. Αλλά μέσα, στους κύκλους μας, όλα ήταν πολύχρωμα. Φωτεινά. Παλλόμενα.

Στο μπαρ το Σαββατοκύριακο ή στο σαλόνι, όταν κάποιος είχε γενέθλια ή απλά νοσταλγία, χορεύαμε, τραγουδούσαμε, γελούσαμε. Η μουσική ήταν το αντίδοτο. Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης έκλαιγε από τα ηχεία, νιώθαμε συνδεδεμένοι – με την πατρίδα, με τον πόνο, με την ελπίδα.

Και όταν ακουγόταν ρεμπέτικο, ακόμα και τα πιο κουρασμένα πόδια γίνονταν ελαφριά.

Ήταν ένας χορός ενάντια στη βαρύτητα, μια εξέγερση των αισθήσεων. Οι άνδρες αιωρούνταν πάνω από το πάτωμα, σχεδόν χωρίς να το αγγίζουν. Ο πατέρας μου μπροστά, το πρόσωπό του λάμπει σαν να τον φωτίζει ένας ήλιος που λάμπει μόνο για αυτόν. Και εμείς τα παιδιά στεκόμασταν δίπλα, θαυμασμένοι. Η μουσική δεν ήταν απλώς ήχος, ήταν χρώμα. Όταν κάποιος τραγουδούσε, ο χώρος γινόταν χρυσός. Όταν χόρευαν, κόκκινες φούστες και μπλε-λευκές κασκόλ πετούσαν στον αέρα.

Εκεί, σε αυτή την πυκνή, ατμοσφαιρική ατμόσφαιρα, δεν υπήρχε διαχωρισμός – ούτε μεταξύ εθνικοτήτων, ούτε μεταξύ νέων και ηλικιωμένων, ούτε μεταξύ θρησκειών ή καταγωγών.

Ήταν σαν μια καρδιά που χτυπούσε στο ρυθμό της μουσικής.

Μερικές φορές οι άνθρωποι έκλαιγαν από χαρά. Οι γυναίκες με λαμπερά μάτια, οι άνδρες με τρεμάμενες φωνές, όταν τραγουδούσαν δυνατά. Και μέσα σε όλη αυτή την έκρηξη συναισθημάτων υπήρχε πάντα μια νότα μελαγχολίας. Γιατί όλοι ήξεραν: αυτό που ζούσαμε εδώ ήταν μια εξαίρεση. Έξω μας περίμενε το γκρίζο.

Το ονομάζαμε «Σάββατο βράδυ», σαν να ήταν μια μυστική γιορτή. Και όταν ακουγόταν το τραγούδι του Τσιτσάρη, που έλεγε ότι ο θάνατος ας έρθει μια Κυριακή βράδυ (τότε δεν θα χρειαζόταν να πάμε στη δουλειά τη Δευτέρα και θα είχαμε και μια δικαιολογία, τον θάνατο), τότε το πιστεύαμε. Γιατί αυτές οι νύχτες ήταν γεμάτες, γεμάτες ζωή. Όποιος ήταν εκεί, ήταν μέρος κάτι μεγαλύτερου.

Ο πάστορας χόρευε δίπλα στον πατέρα μου. Τα πιάτα έσπαγαν από τη χαρά. Και το πάτωμα σειόταν – όχι από τα τρένα, αλλά από τη μουσική, τα γέλια, την αγάπη.

Μόνο εκεί, σε εκείνες τις στιγμές, όλα ήταν καλά. Δεν υπήρχε καπνός από τα εργοστάσια, δεν υπήρχε νοσταλγία, δεν υπήρχε αίσθημα ξενιάς. Μόνο μουσική. Μόνο κοινότητα. Μόνο εμείς.

Κεφάλαιο 7: Η μεταμόρφωση του Χάρμπουργκ

Αλλά τι απέμεινε;

Το Χάρμπουργκ έχει μεταμορφωθεί. Όχι αργά, όχι σιγά-σιγά – αλλά με μια κίνηση. Η οδός Goldtschmidtstraße, που κάποτε ήταν ένα μωσαϊκό γλωσσών, μουσικών στυλ και γεύσεων, είναι σήμερα ένα διαφορετικό μέρος. Τα παλιά πρόσωπα έχουν εξαφανιστεί. Οι παμπ έχουν κλείσει ή έχουν μετατραπεί. Οι βιτρίνες έχουν νέα γράμματα, τα σπίτια νέα χρώματα. Και μαζί με τις προσόψεις άλλαξε και το πνεύμα.

Μερικές φορές περπατώ στους δρόμους όπου μεγάλωσα και δεν αναγνωρίζω σχεδόν τίποτα. Οι πολυπολιτισμικοί ήχοι, τα γέλια από τα μπαλκόνια, η αλληλοβοήθεια – όλα έχουν σβήσει. Ένας νέος ρυθμός έχει πάρει τη θέση τους. Ένας ρυθμός που μου φαίνεται ξένος. Μια νέα τάξη, θορυβώδης, αποφασιστική, συχνά κλειστή στον εαυτό της. Ο πολύχρωμος ήχος της διαφορετικότητας έχει αντικατασταθεί από μια ομοιομορφία που αποκαλύπτει λίγα και καταστέλλει πολλά.

Και όμως, η φλόγα των αναμνήσεων εξακολουθεί να καίει μέσα μου. Ίσως και επειδή είμαι πλέον πατέρας. Έχω δύο ενήλικες κόρες, και οι δύο γεννημένες στο Χάρμπουργκ. Φέρουν μέσα τους την κληρονομιά μου – τις ιστορίες, τις μελωδίες, τη λαχτάρα για το ξεχωριστό. Χορεύουμε μαζί. Όχι μόνο με μπουζούκι και ρεμπέτικα, αλλά και με Μπαχ, Πινκ Φλόιντ, Στινγκ. Η μουσική παρέμεινε. Και συνεχίζει να μεγαλώνει.

Ζωγραφίζω. Γράφω. Αφηγούμαι. Όχι μόνο για να διατηρήσω, αλλά και για να δημιουργήσω κάτι καινούργιο. Ως συγγραφέας διηγημάτων, ως εθελοντής δικαστής, ως εκπρόσωπος ατόμων με σοβαρή αναπηρία για πάνω από 35 χρόνια – μεταδίδω αυτό που μου δόθηκε.

Αγαπώ τη Βόρεια Γερμανία. Τον σκληρό άνεμο, την ανοιχτή θάλασσα, το φως το απόγευμα, όταν χρωματίζει τον ουρανό σαν παλιό περγαμηνό. Γράφω ποίηση γι' αυτό. Δύο καρδιές χτυπούν μέσα μου – η μεσογειακή με το πάθος της, η βόρεια με την επιφυλακτικότητά της. Και ανάμεσα τους χορεύει η φωνή μου.

Το Χάρμπουργκ μπορεί να έχει αλλάξει. Αλλά μέσα μου παραμένει ζωντανό – με κάθε γραμμή, κάθε εικόνα, κάθε χορό. Γιατί όποιος ριζώνει στη μουσική, την αγάπη και τις αναμνήσεις, δεν μένει στάσιμος. Αναπτύσσεται – προς όλες τις κατευθύνσεις.

Κεφάλαιο 8: Η Außenmühle – τόπος ησυχίας

Μέσα σε όλες αυτές τις αλλαγές, τις αναμνήσεις και τους κόσμους που έχουν χαθεί, υπάρχει ένα μέρος που δεν έχει αλλάξει ποτέ: το Außenmühle. Μια ήσυχη λίμνη, περιτριγυρισμένη από παλιά δέντρα, τα κλαδιά των οποίων αγκαλιάζουν το ένα το άλλο. Εδώ, όπου το νερό είναι αθόρυβο και ο άνεμος τακτοποιεί τις σκέψεις, βρήκα παρηγοριά – ειδικά στις πιο σκοτεινές ώρες της ζωής μου.

Όταν έφυγαν οι γονείς μου, ερχόμουν συχνά εδώ. Καθόμουν στην παγκάκι στην όχθη και κοίταζα το παιχνίδι των φύλλων. Στη ζωή κρέμονται μαζί στα κλαδιά, χορεύουν στον άνεμο, ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Αλλά όταν έρχεται ο θάνατος, κάθε φύλλο πέφτει μόνο του. Μοναχικό. Αθόρυβα. Και όμως με ομορφιά.

Εδώ κατάλαβα ότι ο πόνος της απώλειας δεν είναι εχθρός, αλλά δάσκαλος. Η Außenmühle δεν μιλούσε με λόγια, αλλά με εικόνες. Με αντανακλάσεις. Με το τρίξιμο των κλαδιών. Μου έδειξε ότι η μνήμη δεν κρατάει, αλλά συνοδεύει.

Ενώ η πόλη γύρω μου άλλαζε όψη, αυτό το μέρος παρέμεινε σαν μια καρδιά που χτυπά ασταμάτητα. Στον ρυθμό του βρήκα ξανά τον δικό μου. Η θλίψη έγινε πιο ήπια, η νοσταλγία πιο βαθιά, αλλά και πιο ζεστή. Δεν ήμουν μόνος. Τα δέντρα, το νερό, ο ουρανός – ήταν μάρτυρες των δακρύων μου και της εσωτερικής μου γαλήνης.

Εδώ γράφω, εδώ ζωγραφίζω, εδώ περπατώ με τις κόρες μου, όταν η ζωή γίνεται πολύ θορυβώδης. Το Außenmühle είναι το καταφύγιό μου, ο βωμός της ησυχίας μου. Ένα μέρος που έχει δει τα πάντα: δύο παγκόσμιους πολέμους, την άνοδο και την πτώση της βιομηχανίας, την αλλαγή των πολιτισμών. Και όμως στέκεται εκεί, ατάραχο, ένας σιωπηλός φύλακας της μνήμης.

Μερικές φορές πιστεύω ότι ο εξωτερικός μύλος τα ξέρει όλα. Και μερικές φορές, όταν το φως περνάει ανάμεσα από τα δέντρα και το νερό λαμπυρίζει, πιστεύω ότι οι γονείς μου κάθονται κάπου εκεί, εντελώς αθόρυβα – και μου γνέφουν.

Κεφάλαιο 9: Αγάπη και κληρονομιά

Μερικές ιστορίες δεν τελειώνουν. Συνυφαίνονται με μια άλλη ζωή, με μια άλλη φωνή. Έτσι είναι με τη δική μου – και με τη Σπυριδούλα.

Η αγάπη μας δεν είναι ένας δυνατός κρότος. Είναι ένα απαλό τραγούδι που δεν σβήνει ποτέ. Μια φωτιά που δεν καίει, αλλά ζεσταίνει. Για χρόνια, για δεκαετίες. Η φωνή της είναι ο ήχος που κάνει την καρδιά μου να χορεύει. Η παρουσία της είναι ο τόπος όπου πραγματικά ζω.

Κουβαλάω τη φωτογραφία της κάτω από το χέρι μου και το όνομά της στη γλώσσα μου – κάθε μέρα. Γερνάμε μαζί, αλλά η αγάπη μας παραμένει νέα. Σε κάθε γράμμα που γράφω, τα μάτια της αντηχούν. Σε κάθε μελωδία που ακούω, βρίσκω τον ρυθμό της. Ο πόνος της αγάπης μας δεν είναι βάσανο – είναι ένας θησαυρός που δεν θα παραδώσουμε εύκολα.

Όταν χορεύω, χορεύει και αυτή στα σκέπτομά μου. Και όταν γράφω, η καρδιά της γράφει τις λέξεις μαζί μου. Η αγάπη μας δεν είναι θεαματική, αλλά είναι αληθινή. Και αυτό είναι περισσότερο από ό,τι πολλοί έχουν την τύχη να βιώσουν.

Μετά το θάνατό μας, ελπίζω να λένε: «Ναι, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον». Με τον τρόπο που αγαπάς ένα δέντρο που αντέχει σε κάθε καταιγίδα. Με τον τρόπο που αγαπάς ένα τραγούδι που σε συνοδεύει σε όλη σου τη ζωή.

Φαντάζομαι μια πεταλούδα να μεταφέρει την τελευταία μας ερωτική επιστολή στον μεγάλο Δημιουργό. Και οι ψυχές μας να συναντιούνται ξανά – τη νύχτα, στην παραλία της Πάργας, στο φως του φεγγαριού. Εκεί όπου η θάλασσα είναι ήρεμη και οι αναμνήσεις γλυκές.

Η αγάπη μας είναι αθάνατη. Και συνεχίζει να χορεύει. Στις κόρες μου. Στα κείμενά μου. Στην καρδιά μου.

Συριδούλα – αυτό είναι για σένα. Και για όλα όσα ήμασταν. Και θα είμαστε πάντα.

Ο Κωνσταντίνος και το πρώτο του αυτοκίνητο στην οδό Goldschmidtstraße/Αμβούργο Χάρμπουργκ 1960

Ο Κωνσταντίνος και το πρώτο του αυτοκίνητο στην οδό Goldschmidtstraße/Αμβούργο Χάρμπουργκ 1960

Η κόρη μου και εγώ τα Χριστούγεννα του 2020

Η κόρη μου και εγώ τα Χριστούγεννα του 2020

Μια ιστορία που πιστεύω ότι θα άρεσε στους κατοίκους της σκάλας, αλλά τώρα την αφηγούμαι εγώ:

Μια ιστορία που πιστεύω ότι θα άρεσε στους κατοίκους της σκάλας, αλλά τώρα την αφηγούμαι εγώ: